καταπλήξ

καταπλήξ
καταπλήξ, -ήγος, ὁ, ἡ (AM)
μσν.
χτυπημένος
αρχ.
1. μτφ. εμβρόντητος, φοβισμένος, θορυβημένος
2. υπερβολικά ντροπαλός
3. αυτός που ταράσσεται, περιδεής, ταραγμένος
4. (για μάτια) ακίνητος, εκστατικός («ὀφθαλμὸς καταπλήξ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πλήξ (< πλήξ < πλήσσω), πρβλ. αμφι-πλήξ, παρα-πλήξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταπλήξ — stricken masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλῆγα — καταπλήξ stricken masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλῆγας — καταπλήξ stricken masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλῆγες — καταπλήξ stricken masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”